σταύρωσον

σταύρωσον
σταυρόω
fence with pales
aor imperat act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Festina lente — Sigma Inhaltsverzeichnis 1 Σ αγαπώ. 2 Σαρδόνιος γέλως …   Deutsch Wikipedia

  • Liste griechischer Phrasen/Sigma — Sigma Inhaltsverzeichnis 1 Σ αγαπώ …   Deutsch Wikipedia

  • επιφωνώ — (AM ἐπιφωνῶ, έω) φωνάζω, αναφωνώ («οἱ δὲ ἐπεφώνουν λέγοντες σταύρωσον, σταύρωσον αὐτόν», ΚΔ) μσν. 1. δηλώνω πανηγυρικά, φανερώνω 2. προσφωνώ 3. διατάζω 4. μέσ. ἐπιφωνοῡμαι α) συμβουλεύω, προτρέπω β) παραγγέλνω, διατάζω γ) γνωστοποιώ αρχ. μσν.… …   Dictionary of Greek

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • Minuscule 543 (Gregory-Aland) — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 543 …   Wikipedia

  • άρον άρον — (ως επίρρ.) (Α ἆρον ἆρον) 1. γρήγορα γρήγορα, το συντομότερο 2. με τη βία. [ΕΤΥΜΟΛ. Από την ευαγγελική φρ. (Ιωάνν. 19, 15) «άρον άρον, σταύρωσον αυτόν», όπου το άρον προστακτική αόρ. του αρχ. ρ. αίρω «σηκώνω»] …   Dictionary of Greek

  • λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …   Dictionary of Greek

  • σταυρώνω — σταυρῶ, όω, ΝΜΑ, και σταυρώνω Μ [σταυρός] 1. προσηλώνω κάποιον επάνω στον σταυρό, θανατώνω με σταυρικό θάνατο (α. «αυτοί που σταύρωσαν τον Χριστό» β. «παραδώσουσιν αὐτόν., και σταυρῶσαι» γ. «τοὺς αἰχμαλώτους ἐσταύρωσαν», Πολ.) 2. (το αρσ. μτχ.… …   Dictionary of Greek

  • άρον άρον — επίρρ. τροπ., βιαστικά, γρήγορα, αμέσως (από την ευαγγελική φράση «άρον άρον, σταύρωσον αυτόν»): Τον πήραν άρον άρον στην εκδρομή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”